- ἱμερτός
- ῑμερτός1 delightful
ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.99
δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.99
δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ιμερτός — ἱμερτός, ή, όν (Α) [ιμείρω) 1. αγαπητός, ποθητός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμερτόν η ερωτική επιθυμία 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ιμερτός επίθ. τού Απόλλωνος και τού Διονύσου 4. φρ. «ἱμερτὴ ἡλικίη» αγαπητή ζωή … Dictionary of Greek
ἱμερτός — ἱ̱μερτός , ἱμερτός longed for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμέρτ' — ἱ̱μερτά , ἱμερτός longed for neut nom/voc/acc pl ἱ̱μερτά̱ , ἱμερτός longed for fem nom/voc/acc dual ἱ̱μερτά̱ , ἱμερτός longed for fem nom/voc sg (doric aeolic) ἱ̱μερτέ , ἱμερτός longed for masc voc sg ἱ̱μερταί , ἱμερτός longed for fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτά — ἱ̱μερτά , ἱμερτός longed for neut nom/voc/acc pl ἱ̱μερτά̱ , ἱμερτός longed for fem nom/voc/acc dual ἱ̱μερτά̱ , ἱμερτός longed for fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτῶν — ἱ̱μερτῶν , ἱμερτός longed for fem gen pl ἱ̱μερτῶν , ἱμερτός longed for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτόν — ἱ̱μερτόν , ἱμερτός longed for masc acc sg ἱ̱μερτόν , ἱμερτός longed for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱՂՁԱԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 429 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 10c, 12c ա. (ʼի բա եւ իղձ.) ἑπιθυμητός, ἰμερτός desiderabiis, optandus Ըղձալի յոյժ. տենչալի. ցանկալի. փափաքելի. ... *Հեշտ եւ բաղձալի թուեսցին բանքս իմ ʼի լսելիս մեծամեծաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἱμερταῖς — ἱ̱μερταῖς , ἱμερτός longed for fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερταί — ἱ̱μερταί , ἱμερτός longed for fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτοῖο — ἱ̱μερτοῖο , ἱμερτός longed for masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερτοῖς — ἱ̱μερτοῖς , ἱμερτός longed for masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)